A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
καταυτόθι — (Α) επίρρ. αυτού, στον τόπο αυτό, σ αυτό το μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐτόθι «σ αυτόν τον τόπο»] … Dictionary of Greek
καταυτόθι — on the spot indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)